- τοξοβόλος
- -α, -οαυτός που ρίχνει βέλη με το τόξο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοξοβόλος — ο /τοξοβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που βάλλει με τόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σφαιρο βόλος] … Dictionary of Greek
τοξοβόλον — τοξοβόλος shooting with the bow masc/fem acc sg τοξοβόλος shooting with the bow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοβόλα — τοξοβόλος shooting with the bow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοβόλοι — τοξοβόλος shooting with the bow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοβόλου — τοξοβόλος shooting with the bow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοβόλους — τοξοβόλος shooting with the bow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοβόλων — τοξοβόλος shooting with the bow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τοξοβέλεμνος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) τοξοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + βέλεμνον «βέλος»] … Dictionary of Greek
δικτυβόλος — και δικτυοβόλος, ο (Α) ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + βόλος < βάλλω (πρβλ. τοξοβόλος, υδροβόλος)] … Dictionary of Greek
τοξοβολία — η, ΝΜΑ [τοξοβόλος] 1. η βολή με τόξο 2. (αθλ.) αγώνισμα που εκτελείται με ειδικής κατασκευής σύγχρονα τόξα και που έχει εισαχθεί και στους ολυμπιακούς αγώνες … Dictionary of Greek